- Σαρωνίδας
- Σαρωνίςan old hollow oakfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαρωνίδας — σαρωνίς an old hollow oak fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SARON — I. SARON locus Troezenis. Steph. II. SARON melius SAROHEN, civitas in tribu Simeon Ios. c. 19. v. 20. Latine princeps, vel canticum gratiae sive principis, vel cantici gratia. III. SARON sive SARONA, regio inter Caesaream et Ioppen. Item oppid.… … Hofmann J. Lexicon universale
Σαρωνίδα — Όνομα δύο οικισμών. 1. Μικρός παράλιος οικισμός (1572 κάτ., υ ψόμ. 10), στην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (1572 κάτ.). Βρίσκεται στα παράλια του Σαρωνικού κόλπου και είναι παραθαλάσσιο θέρετρο με… … Dictionary of Greek